-
1 κρᾱνίον
κρᾱνίον, τό, der Form nach dim. von κρᾶνον, der Scheitel des Kopfes, nach Arist. H. A. 2, 75 τριχωτὸν κεφαλῆς μέρος; bei Hom. auch von Pferden, ὅϑι τε πρῶται τρίχες ἵππων κρανίῳ ἐμπεφύασι Il. 8, 84; Pind. I. 3, 72; τὸ κρανίον παί. σας κατέαγα, die Hirnschale, Eur. Rhes. 679; Plat. Euthyd. 299 e Conv. 195 e; Sp., wie Lucill. 2 (XI, 258); der Kopf, Amphis bei Ath. VII, 295 d.
-
2 καίριος
καίριος, bei Soph. Phil. 633 u. oft in sp. Prosa 2 Endgn, – 1) vom Orte, am rechten Orte geschehend, den rechten Fleck treffend, τὸ καίριον, die Stelle am Leibe, wo eine Wunde tödtlich ist, vgl. Il. 8, 83 ἄκρην κὰκ κορυφὴν (βάλεν), ὅϑι τε πρῶται τρίχες ἵππων κρανίῳ ἐμπεφύασι, μάλιστα δὲ καίριόν ἐστιν u. 326; οὐκ ἐν καιρίῳ ὀξὺ πάγη βέλος, nicht an einer tödtlichen Stelle, 4, 185; οὔ τι βέλος κατὰ καίριον ἦλϑε 11, 439; so Xen. Equ. 12, 8 καιριώτατον. – Nach Hom. bes. καιρία πληγή, ein tödtlicher Streich, Todesstreich, πέπληγμαι καιρίαν πληγήν Aesch. Ag. 1316, wie ἐπεύχομαι δὲ καιρίας πληγῆς τυχεῖν 1265; καιρίους σφαγάς Eur. Phoen. 1440, u. Sp., wie Luc. Nigr. 55 βαϑεῖα καὶ καίριος ἡ πληγὴ ἐγένετο; D. Sic. 4, 16; καταφορά Pol. 2, 33, 3; ohne subst., καιρίῃ ἔδοξε τετύφϑαι Her. 3, 64; – καίριοι τόποι τοῦ σώματος Plut. Lac. apophth. Cleomen. p. 212; vgl. noch καίριον ἀστράγαλον ἐάγη Diod. 15 (VII, 632); – νοσήματα ἢ τρώματα, tödtlich, Hippocr. – 2) von der Zeit, zu rechter Zeit, schicklich, passend, treffend; τὰ καίρια λέγειν Aesch. Spt. 1. 601; σιγᾶν ϑ' ὅπου δεῖ καὶ λέγειν τὰ κ. Ch. 575; εἴ τι καίριον λέγεις Soph. Ant. 720; βλέπ' εἰ καίρια φϑἔγγει Phil. 850, wie Eur. I. A. 829; καιρίοισι συμφοραῖς Aesch. Ch. 1060; καίριος σπουδή Soph. Phil. 633; δρᾶν τὰ καίρια Ai. 120; φρονεῖν El. 221; καιρίαν δ' ἡμῖν ὁρῶ στείχουσαν Ἰοκάστην O. R. 631, daß Jok, zu rechter Zeit kommt, wie Eur. καίριος ἦλϑες El. 598; καιριωτέρα βουλή Heracl. 492; in Prosa, φροντίζων δὲ εὕρισκε ταῦτα καιριώτατα εἶναι Her. 1, 125, καὶ τὸ μέτριον Plat. Phil. 66 a, τοῦτο μάλιστα καιριώτατον γένοιτ' ἄν Tim. 51 d; einzeln bei SP. – 3) das Zeitliche, Vergängliche, neben ἀβέβαιος Strato 66 (XII, 224). – Adv., πολλῶν καιρίως εἰρημένων Aesch. Ag. 1345; καιρίως οὐτασμένος, tödtlich verwundet, Ag. 1317, wie κ. πατάξαι Pol. 11, 18, 4, πληγείς 2, 69, 2; – καιριωτέρως παρεῖναι Xen. Cyr. 4, 5, 49.
-
3 κορυφή
κορυφή, ἡ (vgl. κόρυς), eigtl. der Scheitel, Wirbel am Kopf, Medic.; Poll. 2, 38; der oberste Theil des Kopfes, nach Arist. H. A.1, 7 zwischen βρέγμα u. ἴνιον liegend; πατέρος Ἀϑαναία κορυφὰν κατ' ἄκραν ἀνορούσασα Pind. Ol. 7, 36; beim Pferde wird es Il. 8, 83 beschrieben : ἄκρην κὰκ κορυφήν, ὅϑι τε πρῶται τρίχες ἵππων κρανίῳ ἐμπεφύασι; vgl. Xen. re equ. 1, 11; des Menschen, H. h. Apoll. 309, Her. 4, 187 u. A. – Bes. auch Berghaupt, Berggipfel; οὔρεος ἐκ κορυφῆς Il. 2, 456; Οὐλύμποιο 1, 499, öfter; Αἴτνας μελάμφυλλοι Pind. P. 1, 27; Παρνησιάδες Eur. Ion 86; Ar. Nubb. 271; auch in Prosa, Her. 8, 37. 4, 181, Thuc. 2, 99 u. A.; ἀπὸ τᾶς κορυφᾶς ἐς τὰν βάσιν Tim. Locr. 98 b. – Der Scheitelpunkt des Winkels, Pol. 1, 26, 16; die Spitze des Dreiecks, 2, 14, 8; Mathem. Bei Poll. 2, 146 Fingerspitzen. Auch ein Theil eines Knochens, 2, 183. – Uebh. das Höchste, Vortrefflichste, Pind. oft, ἀέϑλων Ol. 2, 14, πάγχρυσος κτεάνων 7, 4, παντὸς ἔχει κορ υφάν, den Gipfel von Allem, P. 9, 82, ἀρετᾶν N. 1, 34, wie Gl. 1, 13; die höchste Gewalt, κορυφᾷ Διὸς εἰ κρανϑῇ πρᾶγμα τέλειον Aesch. Suppl. 86; die Hauptsache, ἔρχομαι γὰρ ἐπὶ τὴν κορυφὴν ὧν εἴρηκα Plat. Crat. 415 a; vgl. τελεύτασαν δὲ λόγων κορυφαὶ ἐν ἀλαϑείᾳ πετοῖσαι Pind. Ol. 7, 68; τὴν κορυφὴν ἐπιτιϑέναι, den Givsel hinzufügen, beendigen, vollenden, Plut. sol. an. 22.
-
4 κρανιον
τό [κάρη]1) верхняя часть головы, черепная крышка(ὅθι τε πρῶται τρίχες ἵππων κρανίῳ ἐμπεφύασι Hom.; κεφαλῆς τὸ τριχωτὸν μέρος κ. καλεῖται Arst.)
2) черепная коробка, череп(τὸ τῆς κεφαλῆς ὀστοῦν καλεῖται κ. Arst.; πίνειν ἐκ τῶν κρανίων κεχρυσωμένων Plat.)
3) ( в Иерусалиме) лобное место, Голгофа(Γολγοθᾶ, ὅ ἐστι λεγόμενος κρανίου τόπος NT.)
-
5 κρανίον
A upper part of the head, skull (κεφαλῆς τὸ τριχωτὸν μέρος Arist.HA 491a31
, cf. Gal.2.739); of horses, ; of men, Pi.I.4(3).54, E.Cyc. 683, Cratin.71, Pl.Euthd. 299e, etc.: generally, head, Amphis 16.II headache, Hippiatr.103 (v.l. κατακράνιον).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κρανίον
См. также в других словарях:
εμφύω — (AM ἐμφύω) 1. φυτρώνω ή φυτεύω μέσα σε κάτι 2. μέσ. προσκολλώμαι σε κάτι ή σε κάποιον, γατζώνομαι, πιάνομαι («παλαιστρικῶν ἀνδρῶν τεχνωμένων κνήμαιν περιπλέγδην ἐμφύεσθαι», Ευστ.) μσν. 1. ενεργ. κάνω να φυτρώσει 2. μέσ. ξεφυτρώνω, παρουσιάζομαι… … Dictionary of Greek